λείπω

λείπω
λείπω (λείποι; λείποντα): impf. λεῖπε: aor. (λᾰπον; λᾰποι; λᾰπών, -όντες; λᾰπεῖν: pass. λείπεται: λειπόμενον: aor. λείφθη; λειφθείς.)
a leave, abandon

τὸν μὲν κνιζομένα λεῖπε χαμαί O. 6.45

ματέρ' εὐμήλοιο λείποντ Ἀρκαδίας (byz.: λιπόντ codd.) O. 6.100

κράναν Ὑπερῇδα λιπών P. 4.125

πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον N. 5.15

οὐκ ἤθελεν λιπὼν πατρίδα μοναρχεῖν Ἄργει Pae. 4.29

pass.,

μή τινα λειπόμενον τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν P. 4.186

c. gen., “χρήματα χρήματ' ἀνήρ, ὃς φᾶ κτεάνων θ ἅμα λειφθεὶς καὶ φίλωνbereft of I. 2.11 generally, εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι (sc. θεός σε) O. 1.108

Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν φέγγος P. 9.90

τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον (κατέλιπον Σ paraphr.: τι λίπον Schr.: ἐπέλιπον Snell) I. 8.56 Παιὰν δὲ μήποτε λείποι Πα. 2. 3, , 1. φιλάνορα δ' οὐκ ἔλιπον βιοτάν (sc. οἱ δελφῖνες) fr. 236. c. acc. & pr. adj./adv.,

καὶ γὰρ βιατὰς Ἄρης, τραχεῖαν ἄνευθε λιπὼν ἐχγέων ἀκμάν, ἰαίνει καρδίαν P. 1.10

καὶ ῥά μιν χώρας ἀκλάρωτον λίπον, ἁγνὸν θεόν O. 7.59

b leave behind, leave aliveχθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον ἐμὰν ματέρα λιπόντες καὶ ὅλον οἶκον εὐερκέα” sc. Zeus and Poseidon Pae. 4.45 pass.,

λείφθη δὲ Θέρσανδρος O. 2.43

ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 2.
c fragg. ]λιπεῖν ὁτ[ (Π̆{pc}: λείπειν Π.) Πα. 21. . λειπ[ Πα. 13a. 6.
d in tmesis. ἀπὸ ψυχὰν λιπὼν (v. ἀπολείπω) P. 3.101

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λείπω — leave pres subj act 1st sg λείπω leave pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείπω — λείπω, έλειψα βλ. πίν. 9 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • λείπω — έλειψα, απουσιάζω, βρίσκομαι μακριά από το σπίτι μου: Όταν έγινε ο σεισμός έλειπα διακοπές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεῖπον — λείπω leave pres part act masc voc sg λείπω leave pres part act neut nom/voc/acc sg λείπω leave imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) λείπω leave imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείπεσθον — λείπω leave pres imperat mp 2nd dual λείπω leave pres ind mp 3rd dual λείπω leave pres ind mp 2nd dual λείπω leave imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λελειμμένα — λείπω leave perf part mp neut nom/voc/acc pl λελειμμένᾱ , λείπω leave perf part mp fem nom/voc/acc dual λελειμμένᾱ , λείπω leave perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείπεσθε — λείπω leave pres imperat mp 2nd pl λείπω leave pres ind mp 2nd pl λείπω leave imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείπετε — λείπω leave pres imperat act 2nd pl λείπω leave pres ind act 2nd pl λείπω leave imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείπῃ — λείπω leave pres subj mp 2nd sg λείπω leave pres ind mp 2nd sg λείπω leave pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμπάνετε — λείπω leave pres imperat act 2nd pl λείπω leave pres ind act 2nd pl λείπω leave imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”